δεκαρβοξυλάση ή αποκαρβοξυλάση — Πρωτεϊνικό ένζυμο που αποτελεί υποομάδα των λυασών (ένζυμα που καταλύουν τη διάσπαση μίας ουσίας σε δύο προϊόντα). Η δ. βρίσκεται σε διάφορους ζωικούς ιστούς και δρα ως καταλύτης στις αποκαρβοξυλιώσεις ειδικών ακετονοξέων ή αμινοξέων, δηλαδή… … Dictionary of Greek
ακετόνη — Άχρωμο υγρό με ευχάριστη οσμή, εύφλεκτο, διαλυτικό για πολλές ουσίες, όπως τα βερνίκια, ο σελουλοΐτης και άλλα σχετικά. Το μόριο της ένωσης αυτής περιέχει τρία άτομα άνθρακα, έξι άτομα υδρογόνου και ένα οξυγόνου: ο χημικός της τύπος είναι… … Dictionary of Greek
ισταμίνη — Βιολογικά ενεργή αμίνη, που αποτελεί προϊόν αποκαρβοξυλίωσης του αμινοξέος ιστιδίνη. Είναι ευρέως διαδεδομένη στη φύση όπου συναντάται σε ιστούς ζώων και φυτών. Στον άνθρωπο απελευθερώνεται από τα τραυματισμένα κύτταρα μαζί με άλλες ουσίες,… … Dictionary of Greek
κουμόλιο — το χημ. κυκλική οργανική ένωση, αρωματικός υδρογονάνθρακας που παρασκευάζεται με αποκαρβοξυλίωση πάνω από άσβεστο τού κουμινικού οξέος, ενώ μπορεί να προκύψει και ως παραπροϊόν τής κατεργασίας τής λιθανθρακόπισσας ή τού αργού πετρελαίου, αλλ.… … Dictionary of Greek
οξαλοξικός — ή, ό φρ. α) «οξαλοξικό οξύ» χημ. άκυκλη οργανική ένωση, κορεσμένο δικαρβονικό κετονοξύ, γνωστή και ως βουτανοδιοϊκό οξύ β) «οξαλοξική αποκαρβοξυλάση» (βιοχ.) κοινή ονομασία ενζύμου τής τάξης τών λυασών που καταλύει την αποκαρβοξυλίωση τού… … Dictionary of Greek
ορκίνη — η χημ. κυκλική οργανική ένωση, γνωστή και ως 3,5 διυδροξυτολουόλιο ή μεθυλορεσορκίνη, που παρασκευάζεται με αποκαρβοξυλίωση τού ορκελλικού οξέος ή κατά τη ζύμωση και στη συνέχεια εκχύλιση ορισμένων λειχήνων … Dictionary of Greek
ουρικάση — η (βιοχ.) ένζυμο που καταλύει την οξειδωτική αποκαρβοξυλίωση τού ουρικού οξέος σε αλλαντοΐνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. uricase (< ουρικό οξύ + κατάλ. ase)] … Dictionary of Greek
πτωμαΐνη — η, Ν (βιοχ.) αμινική ουσία που προέρχεται από την αποσύνθεση τών πρωτεϊνών με ενζυματική αποκαρβοξυλίωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. ptomaine (< πτώμα + κατάλ. ine τής χημ. ορολογίας). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα… … Dictionary of Greek
πυροσταφυλικός — ή, ό, Ν φρ. α) «πυροσταφυλικό οξύ» (βιοχ. χημ.) κοινή ονομασία τού α κετοπροπιονικού ή προπανονοϊκού οξέος, ενός άχρωμου υγρού, η οσμή τού οποίου μοιάζει με εκείνην τού οξεϊκού οξέος β) «πυροσταφυλική αφυδρογονάση» το κύριο από τα τρία ένζυμα που … Dictionary of Greek
φορμυλικός — ή, ό, Ν φρ. «φορμυλικό οξύ» χημ. άκυκλη οργανική ένωση, αλδεϋδοξύ που προκύπτει κατά την αποκαρβοξυλίωση τού μηλικού οξέος και χρησιμοποιείται σε οργανικές συνθέσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. formylacetique] … Dictionary of Greek